- όρεξη
- [-ις (-εως)] η1) аппетит;
καλή όρεξη — приятного аппетита;
ανοίγω όρεξη — вызывать аппетит;
κόβεται η όρεξη — пропадает аппетит;
2) склонность, влечение; наклонность;αρπακτικές
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλή όρεξη — приятного аппетита;
ανοίγω όρεξη — вызывать аппетит;
κόβεται η όρεξη — пропадает аппетит;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… … Dictionary of Greek
όρεξη — η 1. η διάθεση να φάει κανείς κάτι: Έχω όρεξη για ένα παγωτό. 2. γενικά επιθυμία, έφεση, διάθεση, κέφι, γούστο: Έχω όρεξη να χορέψω. – Όρεξη έχεις πρωί πρωί; 3. ευχή: Καλή όρεξη! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρέξῃ — ὀρέξηι , ὄρεξις appetency fem dat sg (epic) ὀρέγω reach aor subj mid 2nd sg ὀρέγω reach aor subj act 3rd sg ὀρέγω reach fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) … Dictionary of Greek
ὀρέξηι — ὄρεξις appetency fem dat sg (epic) ὀρέξῃ , ὀρέγω reach aor subj mid 2nd sg ὀρέξῃ , ὀρέγω reach aor subj act 3rd sg ὀρέξῃ , ὀρέγω reach fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστομώ — άω 1. διεγείρω, προκαλώ την όρεξη 2. (αμτβ.) λιγουρεύομαι, μού ανοίγει η όρεξη 3. μτφ. μιλώ με απρέπεια, αντιλέγω, αυθαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στόμα] … Dictionary of Greek
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
ευόρεκτος — εὐόρεκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει όρεξη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί όρεξη, ο ορεκτικός το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόρεκτον η ορεκτική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορεκτός (< ορέγω)] … Dictionary of Greek
εύσιτος — εὔσιτος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή όρεξη 2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.) 3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.) 4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός 5.… … Dictionary of Greek
κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… … Dictionary of Greek
ορεξάτος — η, ο [όρεξη] 1. αυτός που έχει όρεξη για φαγητό 2. ευδιάθετος, κεφάτος … Dictionary of Greek